Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018


Ο Μύθος των Iνδιάνων λέει για δυο παιδιά που αγαπήθηκαν πολύ
και που δεν έσμιξαν σε τούτη τη ζωή,
όμως η αληθινή αγάπη ποτέ δεν μένει ανεκπλήρωτη
βρίσκει εντέλει κάποτε τον τρόπο να βρεθεί
μέσα στην αγκαλιά εκείνου που η καρδιά του αληθινά το θέλει
Λόγω του χάσματος ανάμεσα τους
τα πράγματα δυσκόλευαν πολύ
στο να βουνό ο ένας, στ' απέναντι
ο άλλος και πως ν' αγκαλιαστούν
Μα κάθε μέρα στην άκρη του γκρεμού
την ίδια ωρα λέγανε λόγια της αγάπης
πώς πέρασαν τη μέρα τους και τα προβλήματα τους
Τα δυο αυτά βουνά ανήκαν σε φυλές εχθρικές
Το μίσος τους ήταν τόσο αρχαίο που είχαν ξεχάσει το τί είχε συμβεί μεταξύ των προγόνων τους, όμως αυτό δεν άλλαζε την άποψη που είχε ο ένας αρχηγός για τον άλλο αρχηγό του απέναντι βουνού.
Που τα παιδιά τους είχαν αγαπηθεί
και ήθελαν να ζήσουνε μαζί

Μια μέρα λοιπόν σκέφτηκαν να μιλήσουν να πουν δημόσια για την αγάπη που χουν
Και το έκαναν...
Είδαν ξαφνικά μαχαίρια να γυαλίζουν μέσα στη νύχτα απειλητικά δόντια και νύχια έτοιμα να τους κατασπαράξουν
άρχισαν να τρέχουν να σωθούν και σαν να είχαν ραντεβού βρέθηκαν στην άκρη του γκρεμού
Μητέρα γη θεά του φεγγαριού σώσε μας από το μίσος και την τρέλα των ανθρώπων
Προσευχήθηκαν από τα βάθη της ψυχής τους
Και τότε άρχισαν τα πόδια τους να βγάζουν ρίζες, τα χέρια τους ψηλώσανε γινήκανε κλαδιά
Δυο μεγάλα δέντρα φάνηκαν στην άκρη του γκρεμού εκεί σταμάταγαν τα ίχνη των ποδιών τους εκεί τους χάσαν εκείνοι που ψαχναν να τους βλάψουν.
Λένε λοιπόν πως μια φορά το χρόνο κάθε πρωτοχρονιά αέρας δυνατός φυσάει λυγίζει τις κορφές τους και σμίγουν η μια με την άλλη δίνοντάς τρυφερό φιλί.
Λένε ακόμα πως κάποτε, όταν θα πάψει το μίσος των ανθρώπων που έχουν στις καρδιές τους, θα πάρουνε ξανά ανθρώπινη μορφή κι ότι θα ζήσουνε μαζί όπως επιθυμούσαν πάντα

Ηλίας Παραθύρας


Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018


Ήταν μια φορά ένα γεροντάκι που δάσκαλο το λέγαν και σοφό,  όσοι για λίγο το γνώριζαν.  
Kάποτε,  τον πλησίασε ένας νέος και του ζήτησε να γίνει μαθητής του.
 Θέλω να με μάθεις τη διδασκαλία σου, τού είπε πέφτοντας στο έδαφος.
  
Το γεροντάκι τού έκανε νόημα να τον ακολουθήσει φτάσανε σε μια ρεματιά και τον ρώτησε αν επιθυμεί να μαζέψει κάμποσα καλάμια που τα χρειάζεται. Εκείνος δέχτηκε και ξεκίνησε την εργασία του με χαρά. Κάθε μέρα μάζευε καλάμια και ο σοφός δάσκαλος έφτιαχνε με αυτά φλογέρες που πουλούσε στην αγορά. Με αυτόν τον τρόπο έβγαζαν τα απαραίτητα χρήματα για να ζήσουν.

Περάσανε τα χρόνια και ο μαθητής θυμωμένος κατηγόρησε το δάσκαλο ότι δεν τον έχει προχωρήσει καθόλου.
 Ο Δάσκαλος γαλήνια τού απάντησε πως αύριο θα του μάθει κάτι σπουδαίο. Και έτσι έγινε, του έδειξε πως ν' ανοίγει τρύπες στα καλάμια και ποια η σωστή απόσταση που πρέπει να έχουν η μια από την άλλη για να μπορούν οι νότες να βγαίνουν σωστές στο παίξιμο τους. «Μα για όνομα του θεού, δάσκαλε.  Αυτό είναι το σπουδαίο που θα μου έδειχνες,  έτσι θα γίνω σοφός ; Φεύγω και έχε γεια.»

Περάσανε τα χρόνια, ο μαθητής έγινε γέρος.  Ο δάσκαλος πέθανε, όμως κάτι  του έλεγε πως πρέπει να γυρίσει πίσω και να συνεχίσει τα μαθήματα σοφίας που άφησε στην μέση. Βρήκε στην καλύβα του δασκάλου τρεις φάκελους αριθμημένους με το όνομα του και με την οδηγία να ανοιχτούν με τη σωστή σειρά, όταν θα έπρεπε.
Ο δάσκαλος δεν τον είχε αφήσει έτσι, ακόμα και μετά τον θάνατο του. Περίμενε την επιστροφή του μαθητή του.
 Ο πρώτος φάκελος έγραφε: « μάθε να τρύπας το καλάμι,  κράτα σωστές τις αποστάσεις, όπως σου έχω δείξει». Κι έτσι έγινε .
Ο δεύτερος φάκελος έγραφε: «Μάθε να παίζεις μουσική»
 Προσπάθησε χρόνια και έμαθε να παίζει υπέροχα,  αγάπησε πολύ τη φλογέρα του.
 Κι ο τρίτος φάκελος έγραφε: «Σπάσε τη φλογέρα σου»
 Μα πως είναι δυνατόν να του ζητά κάτι τέτοιο;  ΄Hταν η φλογέρα που αγαπούσε.  Ο ήχος της υπέροχος και γλυκός.

 Για μια στιγμή αισθάνθηκε μέσα του σφοδρή σύγκρουση,  όμως τελικά τα κατάφερε, έσπασε πάνω στο γόνατο του την αγαπημένη του φλογέρα.

Τότε φωτίστηκε ο νους του, όλα πια τού ήταν ξεκάθαρα. 

Οι καλαμιές θα είναι πάντα εκεί για όποιον ξέρει να φτιάχνει φλογέρες. Δεν υπάρχει απώλεια, η μουσική παράγεται δίχως τέλος,  στην κίνηση του αέρα πάντα θα ακούγεται μουσική στη ρεματιά.

 Σοφία δεν είναι τα λόγια τα σπουδαία.

 Σοφία είναι το να μπορείς  ν' ακούς το αιώνιο να παίζει πανέμορφες μελωδίες 

 Ηλίας Παραθύρας




Σάββατο 31 Μαρτίου 2018


                                  ΗΛΙΑΣ ΠΑΡΑΘΥΡΑΣ 

                    " Ένα παπούτσι που έψαχνε ταίρι " 
                                      Παραμύθι 

Ήταν κάποτε ένα παπούτσι , αριστερό παπούτσι όπου δεν είχε ταίρι.

Κι έτσι ξεκίνησε κουτσαίνοντας το άλλο του μισό να βρει......και πήγαινε πήγαινε ώσπου συνάντησε ένα παπούτσι σαν αυτό ,
αλλά είχε τρύπια σόλα και δεν του άρεσε 

Το προσπέρασε λοιπόν και πήγαινε και πήγαινε και να που τώρα συναντάει ένα παπούτσι όμορφο όπως το ήθελε, 
μα τώρα ήταν αυτό παλιό και τρυπημένο 
και δεν άρεσε στο δεξί παπούτσι.

Και πήγαινε και πήγαινε ώσπου συνάντησε ένα φτωχό ξυπόλυτο παιδάκι
που μόλις είχε βρει ένα δεξί παπούτσι
και έψαχνε ένα οποιονδήποτε αριστερό παπούτσι για να μην κρυώνει.

Διόλου δε το ένοιαζε αν δεξί κι αριστερό διέφεραν μεταξύ τους .

Το παπούτσι μας για μια στιγμή πήγε να προσπεράσει αλλά για χάρη του φτωχού παιδιού κάθισε να φορεθεί.

Μπρρρρρ πάγωσε!!! 

Το παιδί γρήγορα ζεστάθηκε και άρχισε χαρούμενο να χορεύει και μαζί με το παιδί χόρευε και εκείνο που τώρα πια κατάλαβε πως στην αγάπη αταίριαστα δεν υπάρχουν .


Όλα είναι ταιριαστά και όμορφα,νέα, καινούργια και χωρίς τρύπες στη σόλα τους,  όλα τέλεια μες στην αγάπη είναι !!! 


Η. Π


                                                      
                                                            Vincent Van Gogh

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017



Ο Ήλιος είχε θυμώσει κάποτε με τους ανθρώπους γιατί την αδελφή του την Γη την είχαν μολύνει με τον αίμα αθώων ψυχών,  την είχαν βαρύνει με τις άδικες πράξεις τους που για χρόνια επαναλάμβαναν χωρίς ντροπή,  ήταν πια χειρότεροι και από ζώα,  μέσα στο ψέμα και στο φόνο.

 Οι μέρες τους περνούσαν.  Έτσι αποφάσισε να κρυφτεί πίσω από τα βουνά και να μην ξανα βγει ποτέ,  γιατί δεν έβλεπε να διορθώνεται αυτό το είδος που αυτός ο ίδιος - παρόλο που διαφωνούσαν οι άλλοι θεοί-  είχε ευεργετήσει δίνοντας του δώρο,  όταν γεννήθηκε,  μάτια στο πρόσωπο του.

 Η Σελήνη, η γυναίκα του, μάταια τον παρακαλούσε να βγει ξανά και να φωτίσει αυτήν και όλα τα πλάσματα που τρέφονται και ζουν χάρη σε αυτόν. Αν και τον αγαπούσε και πάντα σεβόταν  την βούληση του,  δεν άντεχε να βλέπει τους ανθρώπους  να ζουν  μέσα στο πυκνό σκοτάδι απελπισμένοι και τυφλοί. Tην ώρα που κοιμόταν έκλεψε λίγο από το φως του και δημιούργησε χιλιάδες μικροσκοπικά πλασματάκια με φτερά για να φωτίζουν τα βήματα τους.

 Ο Κόκορας χωρίς να θέλει μαρτύρησε στον Ήλιο το μυστικό της Σελήνης ξυπνώντας τον με το λάλημα του.  Όταν ο Ήλιος είδε πως η γυναίκα του τον είχε παρακούσει άρπαξε με το χέρι του όσα έντομα μπορούσε να πιάσει και τα πέταξε ψηλά στον ουρανό και έτσι γίνανε τα άστρα που φωτίζουν μέχρι σήμερα από μακριά την Γη μας.  

Τα υπόλοιπα που του ξέφυγαν ίσως να τα ξέρεις,  τα λένε πυγολαμπίδες.  Λένε πως από τότε ο Ήλιος κρατάει απόσταση από τη Σελήνη που ποτέ δεν έπαψε να αγαπά.  Κάποιες στιγμές όμως δεν αντέχει, στρέφεται προς αυτήν και της παραδίδεται με πάθος και τότε έχουμε έκλειψη και οι άνθρωποι θυμούνται την παλιά αυτή ιστορία που διδάσκει πως δεν πρέπει να ζουν μέσα στο ψέμα και στον φόνο




Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016



Οι τρεις συμβουλές

Μία φορά κάποιος μπιστικός συνάντησε στον δρόμο του έναν φτωχό άνθρωπο.

-          « Δώσε μου παιδί μου λίγο ψωμί απ' το ταγάρι σου. Και γω σου λέω τρεις συμβουλές»
-          - « Πάρε παππού ψωμί τυρί κι' ένα κρεμμύδι. Αυτά μονάχα έχω. Φάε και πες μου ύστερα τις συμβουλές σου.»

Αφού έφαγε ο γέρος του λέει:

-           «Μην είσαι περίεργος. Πάντα να λες ευχαριστώ ακόμα και όταν σε αδικούν. Μην ταξιδεύεις νύχτα.»
-          « Να είσαι καλά παππού,  πάω τώρα για το μαντρί «
-          « Καλό δρόμο παιδί μου»

Περάσανε τα χρόνια και το μικρό αγόρι έγινε άντρας.  Δεν τον χωρούσε πια το μαντρί. Τα έλατα τον πνίγαν.  Και πια δεν τ' άρεσε για άλλους θελήματα να κάνει.

 «Θα κατέβω στην πόλη, ίσως εκεί να βρω κάτι καλύτερο, ίσως να βρω κάτι που να αξίζει που την χαρά, τον πλούτο να φέρει στην ζωή μου» 

Και πήγαινε και πήγαινε ως που στον δρόμο συνάντησε κάποιον που περπατούσε ξυπόλυτος, ενώ πραγματευότανε  τσαρούχια.

«Θα τον ρωτήσω», σκέφτηκε, «γιατί δεν φοράει τσαρούχια», αλλά θυμήθηκε την συμβουλή του παππού να μην είναι περίεργος και δεν ρώτησε.

Τότε γυρνάει ο πραματευτής και του λέει:

-« Ε!! παλικάρι Διάλεξε ένα από τα πουγκιά που έχω περασμένα στην ζώνη μου και πάρτο για δικό σου»

Πήγε πάλι να ρωτήσει το γιατί. Αλλά δεν τόκανε. Διάλεξε ένα από τα πουγκιά.

Ο πραματευτής του το έδωσε λέγοντας:

« Αν με ρωτούσες ή  αν ελεγες ενα Αν ή ένα Γιατί, τώρα θα ήσουν νεκρός απ' το σπαθί μου».

 Όταν ο μπιστικός άνοιξε το πουγκί, είδε πως ήταν γεμάτο λίρες, αλλά  ο πραματευτής είχε εξαφανιστεί κι έτσι συνέχισε το δρόμο του μέχρι που έφτασε σε ένα πανδοχείο.

« Ωραία εδώ θα φάω, θα πιω, μία στάλα κουράγιο θα πάρω και συνεχίζω αύριο τον δρόμο για την πόλη.
-          « Πανδοχέα φέρε μου κοτόπουλο με πατάτες.»
-          « Αμέσως» είπε ο πανδοχέας και του σέρβιρε ένα πιάτο φασόλια. Τι να κάνει τάφαγε.
-          « Τώρα πήγαινε με σ΄ ένα δωμάτιο να κοιμηθώ».

Ο πανδοχέας τον πήγε σε ένα δωμάτιο όπου το στρώμα ήταν πιο σκληρό και από ένα τσουβάλι με πέτρες.

Την επόμενη μέρα ζήτησε από τον πανδοχέα τον λογαριασμό.

-          «Δύο λίρες κύριε. Μία για το κοτόπουλου και μία για τον ύπνο» -
-          Να ορίστε, σας ευχαριστώ πολύ για τις υπηρεσίες σας».

Πλήρωσε κι έκανε να φύγει. Ξαφνικά μπήκανε μέσα πέντε γεροδεμένοι άντρες. Συλλαμβάνεσαι είπαν στον  πανδοχέα και τούδεσαν τα χέρια.

Τι είχε συμβεί;

Αυτός ο άντρας είχε δραπετεύσει από την φυλακή και είχε αιχμαλωτίσει την οικογένεια του πραγματικού πανδοχέα. Περίμενε λοιπόν να περάσει ο καιρός μέχρι να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα και να ξεχαστεί ή απόδραση του ώσπου να φύγει ανενόχλητος μέχρι τα σύνορα. Το μόνο φαγητό που ήξερε να μαγειρεύει αυτός ο κατάδικος ήταν φασόλια με σάλτσα. 

Εάν λοιπόν κάποιος δυσανασχετούσε με αυτό που του σερβίριζε ίσως να πήγαινε στο κοντινότερο πανδοχείο όπου μιλώντας με τους εκεί ιδιοκτήτες να τους έδινε στοιχεία που θα τον πρόδιδαν στις αρχές, οπότε θα έπρεπε να σκοτώσει αυτόν που δεν θα του άρεσαν τα φασόλια αλλά και το δωμάτιο που του ετοίμασε να κοιμηθεί.

Μόλις έμαθε από τί γλύτωσε ακόμα μία φορά σκέφτηκε πως εκείνος ο γέροντας που τάισε σαν ήταν μπιστικός του είχε δώσει πραγματικά πολύτιμες συμβουλές.

Όταν έφτασε τελικά στην πόλη, είδε όμορφα και εντυπωσιακά πράγματα. Φώτα, χρώματα, μουσικές.  Αλλά και ανθρώπους που άλλα έλεγαν τα χείλη τους κι άλλα έπρατταν με τα χέρια τους.

« Φεύγω θα πάω πίσω καλύτερα στα έλατα στα πρόβατα στα γίδια»

Και ήταν τόση ή λαχτάρα του για την επιστροφή που νύχτα ξεκινάει, την συμβουλή του γέροντα ξεχνάει "Μην ταξιδεύεις νύχτα".

Ποιος ξέρει τι να έγινε τάχα; Nα έφτασε καλά; 

Αφήνω το ερώτημα μαζί με την υπόλοιπη ιστορία στην φαντασία και στη διάθεση σας.

Ηλίας Παραθύρας